Η σπονδυλοπλαστική και η κυφοπλαστική είναι τεχνικές έγχυσης (ένεση) ακρυλικού «τσιμέντου» απ’ ευθείας στο σώμα του σπονδύλου που έχει υποστεί καταγματική καθίζηση (κάταγμα) με σκοπό την ενίσχυση του οστού και τη βελτίωση του πόνου.
Η σπονδυλοπλαστική και η κυφοπλαστική χρησιμοποιούνται κυρίως για την αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων. Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται σήμερα διαδερμικά με μικρή τομή στο δέρμα, (περίπου 1cm). Μπορούν να γίνουν με τοπική αναισθησία, ή με ελαφρά καταστολή και συνήθως δεν απαιτείτε παραμονή στο νοσοκομείο, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ασθενείς με επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό.
Η σπονδυλοπλαστική γίνεται με τη βοήθεια ακτινοσκοπικού μηχανήματος, όπου διαδερμικά εισέρχεται ένας ειδικός στειλεός στο σώμα του καταγματικού σπονδύλου και ακολουθεί έγχυση (ένεση) ειδικού οστικού τσιμέντου. Σήμερα υπάρχουν διάφορα είδη οστικού τσιμέντου, τα οποία χρησιμοποιούμε ανάλογα με την ηλικία και τη φύση του κατάγματος.
Η κυφοπλαστική είναι παρόμοια με τη σπονδυλοπλαστική, αλλά πριν την έγχυση του οστικού τσιμέντου δημιουργείτε χώρος και γίνεται ανάταξη του κατάγματος, όπου είναι εφικτό, συνήθως με ένα ειδικό μπαλονάκι που στη συνέχεια αφαιρείτε.
Η σπονδυλοπλαστική και η κυφοπλαστική έχουν το πλεονέκτημα ότι μειώνουν τον πόνο σε ένα πρόσφατο οστεοπορωτικό κάταγμα και επιτρέπουν την άμεση κινητοποίηση του ασθενούς, χωρίς τη χρησιμοποίηση κηδεμόνα. Αυτό έχει σημαντικά οφέλη, ειδικά σε ηλικιωμένα άτομα, αποφεύγοντας τους κινδύνους του κλινοστατισμού και του περιορισμού της κινητικότητας.