Σπονδυλική Στένωση

Οι σχετιζόμενες με την ηλικία αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης μπορούν να οδηγήσουν σε εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου, σπονδύλωση, σπονδυλική στένωση και ριζοπάθεια ή μυελοπάθεια.

Η εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου χαρακτηρίζεται από αφυδάτωση, απώλεια ύψους και τελικά ρήξη του μεσοσπονδύλιου δίσκου. Μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό οστεοφύτων, υπερτροφία συνδέσμων και σχηματισμό συνοβιακών κύστεων στις αρθρώσεις. Όλοι οι δίσκοι εκφυλίζονται με το χρόνο, αλλά η παθολογική εκφύλισή τους οφείλεται σε επιτάχυνση και αυξημένη ένταση της φυσιολογικής πορείας γήρανσης.

Η σπονδυλική στένωση (στένωση του σπονδυλικού σωλήνα ή των μεσοσπονδύλιων τρημάτων) μπορεί να προκληθεί από προχωρημένη εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου και επακόλουθες υπερτροφικές αλλοιώσεις, όπως υπερτροφία του ωχρού συνδέσμου (αποτέλεσμα αντιροπιστικού μηχανισμού έναντι της τμηματικής αστάθειας), υπερπλασία των αρθρικών αποφύσεων (οστεοαρθρίτιδα), σχηματισμό οστεοφύτων και εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση. Η συγγενής στένωση του σπονδυλικού σωλήνα είναι σπάνια. Η σπονδυλική στένωση μπορεί να οδηγήσει σε ριζοπάθεια, μυελοπάθεια ή και τα δύο στην αυχενική και θωρακική μοίρα. Η εκφυλιστική στένωση είναι σπάνια στη θωρακική μοίρα διότι ο θωρακικός κλωβός παρέχει σταθερή δομική στήριξη και ελαχιστοποιεί την κίνηση στους θωρακικούς σπονδύλους και δίσκους. Η σπονδυλική στένωση στην οσφυϊκή μοίρα μπορεί να προκαλέσει ριζοπάθεια, νευρογενή χωλότητα ή ιππουριδική συνδρομή.

Το κλινικό σύνδρομο της ριζοπάθειας προκαλείται από μηχανική πίεση και τοπικές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις και χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία μίας ή περισσοτέρων νευρικών ριζών που οδηγεί σε βλάβη του κατώτερου κινητικού νευρώνα μόνο στην κατανομή της προσβεβλημένης ρίζας.

Η μυελοπάθεια είναι σοβαρή πάθηση που επηρεάζει το νωτιαίο μυελό και οδηγεί σε δυσλειτουργία του ανώτερου κινητικού νευρώνα. Η φυσική ιστορία της ριζοπάθειας είναι καλοήθης, ενώ η πορεία της μυελοπάθειας χαρακτηρίζεται είτε από μακρές περιόδους σταθερής αναπηρίας που ακολουθούνται από επεισόδια επιδείνωσης είτε από μία σταθερά επιδεινούμενη πορεία.

 

 

Σπονδυλική στένωση – Αυχένας – Αυχενική μυελοπάθεια

 

 

Η αυχενική σπονδύλωση χαρακτηρίζεται από εκφύλιση των μεσοσπονδύλιων δίσκων και των σπονδυλικών σωμάτων της αυχενικής μοίρας και μπορεί να οδηγήσει σε ριζοπάθεια ή μυελοπάθεια. Η εκφύλιση της αυχενικής μοίρας συνήθως γίνεται ακτινολογικά εμφανής στην 4η-5η δεκαετία της ζωής και είναι πολύ κοινή στις προχωρημένες ηλικίες χωρίς απαραίτητα να προκαλεί συμπτώματα. Η συχνότητα της αυχεναλγίας κυμαίνεται μεταξύ 17%-34% στο γενικό πληθυσμό. Περισσότερο από το 50% των ενηλίκων εμφανίζει συμπτώματα αυχενικής ριζοπάθειας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Η αυχενική σπονδυλωτική μυελοπάθεια είναι η πιο κοινή αιτία δυσλειτουργίας του νωτιαίου μυελού σε άτομα μεγαλύτερα των 55 ετών. Οι άνδρες εμφανίζουν λίγο μεγαλύτερη συχνότητα και εντονότερες εκφυλιστικές αλλοιώσεις σε σχέση με τις γυναίκες.

Η κλινική εκτίμηση βοηθά στη διαφορική διάγνωση μεταξύ ειδικών και μη ειδικών αυχενικών διαταραχών. Η συμπτωματολογία της αυχενικής σπονδύλωσης είναι συνήθως χρόνια ή υποξεία. Οι ασθενείς αρκετά συχνά εμφανίζονται με επώδυνο σύνδρομο που εντοπίζεται στην περιοχή αυχένας-ώμος-βραχίονας και με δυσκαμψία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων με υποξύ αυχενικό πόνο δεν υπάρχει ιδιαίτερη συσχέτιση μεταξύ των μορφολογικών αλλοιώσεων και του τύπου της αυχεναλγίας (μη ειδική αυχεναλγία). Συχνά συνυπάρχουν νευροφυτικές διαταραχές, ζάλη, ίλιγγος και κεφαλαλγία.

Ριζοπάθεια οφειλόμενη σε δισκοκήλη συνήθως εμφανίζεται στα αρχικά στάδια της εκφύλισης του μεσοσπονδύλιου δίσκου, μεταξύ 4ης-5ης δεκαετίας της ζωής. Πιεστικά φαινόμενα από οστεόφυτα συνήθως εμφανίζονται σε μεταγενέστερα στάδια της εκφύλισης. Κύριο σύμπτωμα της αυχενικής ριζοπάθειας είναι ο έντονος ριζιτικός πόνος στο άνω άκρο, με ή χωρίς διαταραχές της αισθητικότητας, της κινητικότητας και των αντανακλαστικών, που εντοπίζεται συχνότερα στην κατανομή της Α5, Α6 ή Α7 ρίζας. Η κλινική εξέταση μπορεί να δείξει ελάττωση του εύρους κινήσεως της αυχενικής μοίρας και αιμωδίες, μυϊκή αδυναμία και ελάττωση των αντανακλαστικών με δερμοτομική κατανομή. Η ριζοπάθεια μπορεί να συνοδεύεται από μυελοπάθεια διότι η αυχενική σπονδυλαρθρίτιδα προκαλεί στένωση όχι μόνο στα τρήματα αλλά και στο σπονδυλικό σωλήνα.

Η αυχενική μυελοπάθεια οφείλεται σε στατικούς (σπονδυλική στένωση), δυναμικούς (αστάθεια), αγγειακούς και κυτταρικούς (κυτταρικές βλάβες, απόπτωση) παράγοντες. Πρώιμα συμπτώματα αυχενικής μυελοπάθειας είναι τα «μουδιασμένα, αδέξια και επώδυνα χέρια» και η αδυναμία επιτέλεσης λεπτών κινήσεων. Σε προχωρημένα στάδια ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει ατροφία στους μεσόστεους μύες των δακτύλων, αταξικό βάδισμα με πλατειά βάση, αυξημένα αντανακλαστικά, μειωμένη ιδιοδεκτικότητα, ορθοκυστικές διαταραχές και θετικό σημείο Hoffman και Babinski.

Οι μορφολογικές αλλοιώσεις στις απεικονιστικές εξετάσεις είναι συχνές σε ασυμπτωματικούς ασθενείς, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η αναγνώριση του ρόλου τους στην πρόκληση πόνου. Οι απλές ακτινογραφίες περιλαμβάνουν προσθιοπίσθια λήψη και πλάγια λήψη σε ουδέτερη θέση, κάμψη και έκταση και βοηθούν στην εκτίμηση της συνολικής ευθυγράμμισης της αυχενικής μοίρας (απώλεια της λόρδωσης ή σπονδυλολίσθηση), της εκφύλισης των μεσοσπονδύλιων δίσκων και της οστεοαρθρίτιδας των αρθρικών αποφύσεων. Οι πλάγιες ακτινογραφίες μπορεί να αποκαλύψουν στένωση των τρημάτων. Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για την απεικόνιση της αυχενικής μοίρας και βοηθά στην εκτίμηση του εύρους του σπονδυλικού σωλήνα (στένωση <10mm θεωρείται κρίσιμη). Η MRI είναι άριστη για την απεικόνιση κήλης ή εκφύλισης των μεσοσπονδύλιων δίσκων, αρθρίτιδας των αρθρικών αποφύσεων, εκφύλισης των αρθρώσεων του Luschka, σχηματισμό οστεοφύτων, πίεσης νευρικών ριζών και πίεσης του νωτιαίου μυελού με ή χωρίς μυελοπάθεια. Η CT μυελογραφία διενεργείται σε πολλές περιπτώσεις που αντενδείκνυται η MRI και απεικονίζει ικανοποιητικά οστεόφυτα, οστεοποιήσεις ή στένωση των τρημάτων, που έρχονται σε σχέση με νευρικές δομές. Το ηλεκτρομυογράφημα μπορεί να βοηθήσει στην αξιολόγηση της αυχενικής στένωσης ή ριζοπάθειας και στον αποκλεισμό περιφερικών νευροπαθειών, όταν η διάγνωση δεν είναι σαφής.

Η συντηρητική θεραπεία της αυχενικής σπονδυλαρθρίτιδας χωρίς μυελοπάθεια συχνά βοηθά στην ύφεση ή πλήρη υποχώρηση της αυχεναλγίας και της ριζοπάθειας μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες, αλλά η αυχεναλγία συχνά υποτροπιάζει και μπορεί να γίνει επίμονη στο 6% των περιπτώσεων. Αντίθετα, οι ασθενείς με μυελοπάθεια έχουν ένδειξη χειρουργείου και η συντηρητική αγωγή έχει περιορισμένη αξία και συνιστάται για ήπιες μη επιδεινούμενες μορφές. Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη (χρήσιμα για τον περιορισμό της φλεγμονής γύρω από τις παγιδευμένες νευρικές ρίζες), μυοχαλαρωτικά, αναλγητικά και αντικαταθλιπτικά (για ασθενείς συναισθηματικά πιεσμένους με χρόνιες αυχενικές παθήσεις). Η φυσιοθεραπεία παίζει σημαντικό ρόλο στη συντηρητική αντιμετώπιση και θα πρέπει να εφαρμόζεται για 4-6 εβδομάδες, περιλαμβάνοντας διαθερμίες, υπερήχους, μαλάξεις, ασκήσεις εύρους κινήσεως, προοδευτικές ασκήσεις υπό αντίσταση, και εκπαίδευση του ασθενή για κατ’οίκον ασκήσεις.

Ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης είναι η ανεπιτυχής συντηρητική αντιμετώπιση της ριζοπάθειας για τουλάχιστον 3 μήνες, η επιδείνωση της νευρολογικής εικόνας και η παρουσία μυελοπάθειας ή ανυπόφορου πόνου. Στόχοι της χειρουργικής θεραπείας είναι η ανακούφιση από τον πόνο, η βελτίωση της λειτουργικότητας και η πρόληψη περαιτέρω νευρολογικής βλάβης. Στην αυχενική μυελοπάθεια πρωταρχικός στόχος είναι η αναστολή της εξέλιξης ή και η βελτίωση της νευρολογικής εικόνας που οφείλεται σε πίεση του νωτιαίου μυελού, που είναι δυνατή στο 80% των ασθενών, ανάλογα με το στάδιο της νόσου.

Εγχειρητικές επιλογές για αυχενική αποσυμπίεση είναι η πρόσθια αυχενική δισκεκτομή ή σωματεκτομή και σπονδυλοδεσία, η οπίσθια προσπέλαση με πεταλοπλαστική ή πεταλεκτομή και σπονδυλοδεσία ή συνδυασμός των παραπάνω τεχνικών. Η επιλογή της χειρουργικής τεχνικής εξαρτάται από το επίπεδο της βλάβης, τον αριθμό των επιπέδων που εμπλέκονται, την παρουσία κεντρικής ή τρηματικής στένωσης και άλλους σχετιζόμενους παράγοντες όπως τα χαρακτηριστικά του ασθενή και η παρουσία σπονδυλολίσθησης, κύφωσης, αστάθειας ή οστεοποίησης του οπισθίου επιμήκη συνδέσμου.

 

 

Σπονδυλική στένωση οσφύος

 

 

Η οσφυϊκή σπονδυλαρθρίτιδα περιλαμβάνει μία μεικτή ομάδα παθολογικών διεργασιών που σχετίζονται με την εκφύλιση της οσφυϊκής κινητικής μονάδας και οδηγούν σε παθολογικές καταστάσεις ή κλινικά σύνδρομα όπως είναι η δισκογενής οσφυαλγία, η οστεοαρθρίτιδα των αρθρικών αποφύσεων και η τμηματική αστάθεια. Η οσφυϊκή σπονδύλωση και η εκφυλιστική δισκική νόσος μπορούν να θεωρηθούν ως μία οντότητα είτε προέρχονται από φυσιολογική γήρανση ή είναι δευτεροπαθείς σε τραύμα ή εκφυλιστική νόσο, είτε αφορούν τους μεσοσπονδύλιους δίσκους, τους σπονδύλους και/ή τις μεταξύ τους αρθρώσεις. Αυτή η ομάδα διαταραχών επίσης περιλαμβάνει την στένωση του σπονδυλικού σωλήνα με ή χωρίς εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση, εκφυλιστική σκολίωση και ισθμική σπονδυλολίσθηση με δευτεροπαθείς εκφυλιστικές αλλοιώσεις.

Η σπονδυλική στένωση προκαλείται συχνότερα από εκφυλιστικές αλλοιώσεις της κινητικής μονάδας της σπονδυλικής στήλης και ορίζεται ως στένωση του σπονδυλικού σωλήνα ή των μεσοσπονδύλιων τρημάτων. Ο νωτιαίος μυελός συνήθως επεκτείνεται μέχρι το ύψος του Ο1 σπονδύλου, ενώ τα νεύρα της ιππουρίδας παραμένουν στο νωτιαίο σάκο μέχρι την έξοδό τους από το αντίστοιχο τρήμα. Ο σχηματισμός οστεοφύτων στις τελικές πλάκες των σπονδυλικών σωμάτων και στις αρθρικές αποφύσεις, η υπερτροφία του ωχρού συνδέσμου και η προβολή των μεσοσπονδύλιων δίσκων μπορούν να προκαλέσουν πίεση στο νωτιαίο σάκο και στις εξερχόμενες νευρικές ρίζες.

Η εκφυλιστική σπονδυλαρθρίτιδα είναι πιο συχνή σε ασθενείς άνω των 50 ετών και συναντάται στο 80% των ατόμων άνω των 70 ετών. Παρόλα αυτά, περίπου το 20% των ασυμπτωματικών ανθρώπων εμφανίζουν σημεία σπονδυλικής στένωσης στη μαγνητική τομογραφία, γεγονός που υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει απόλυτη συσχέτιση της κλινικής εικόνας με τα απεικονιστικά ευρήματα. Τα κλινικά ευρήματα στην οσφυϊκή σπονδυλαρθρίτιδα είναι λίγα. Η οστεοαρθρίτιδα των αρθρικών αποφύσεων προκαλεί δυσκαμψία στην οσφύ, καθώς και πόνο κατά την έκταση και στροφή. Σε αρχικά στάδια, ο πόνος συχνά βελτιώνεται με την κίνηση και εμφανίζει περιόδους υφέσεων. Ο πόνος άλλοτε αντανακλά στους γλουτούς ή στην οπίσθια επιφάνεια των μηρών. Η αστάθεια της οσφυϊκής μοίρας προκαλεί μηχανική οσφυαλγία, που επιδεινώνεται με την κίνηση και υποχωρεί με την κατάκλιση. Σε βαρείες περιπτώσεις με σπονδυλική στένωση, κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η νευρογενής χωλότητα, που εκδηλώνεται με αιμωδίες και αδυναμία στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση ή την παρατεταμένη ορθοστασία. Σε αντίθεση με την αγγειακή χωλότητα, τα συμπτώματα βελτιώνονται με την πρόσθια κάμψη. Η νευρογενής χωλότητα οφείλεται σε μηχανική πίεση και/ή ισχαιμία των νευρικών ριζών. Κατά την ανάπαυση σπάνια παρατηρούνται νευρολογικά σημεία. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί ή όχι να συνοδεύονται από οσφυαλγία και δυσκαμψία, συνήθως όμως οι ασθενείς υποφέρουν από τα συμπτώματα χωλότητας, ενώ ο πόνος είναι ανεκτός. Πίεση και ισχαιμία των νευρικών ριζών από στένωση των μεσοσπονδύλιων τρημάτων μπορεί να προκαλέσει ριζιτικό άλγος ή αιμωδίες κατά τη βάδιση ή παρατεταμένη στάση.

Μία πλήρης κλινική εξέταση, με επικέντρωση στη νευρολογική εξέταση είναι απαραίτητη για τη διάγνωση της σπονδυλικής στένωσης και τη διαφορική διάγνωση από άλλες παθολογικές καταστάσεις. Η νευρολογική εξέταση του ασθενή συχνά είναι αξιοσημείωτα φυσιολογική. Ελάττωση της έκτασης της οσφυϊκής μοίρας, μυϊκή ατροφία και αδυναμία βάδισης στις πτέρνες ή στα δάκτυλα των ποδιών μπορεί να βρεθούν σε ορισμένους ασθενείς. Συνήθως δεν υπάρχει μυική αδυναμία, τα ευρήματα από τις μακρές οδούς είναι αρνητικά, ενώ αισθητικές διαταραχές ανευρίσκονται σε προχωρημένες περιπτώσεις. Οι ασθενείς συχνά περπατούν με ελαφρά οσφυϊκή κάμψη και δυσφορούν όταν ξαπλώνουν σε επίπεδη επιφάνεια ή στέκονται όρθιοι.

Σε όλους τους ασθενείς με νευρολογικά συμπτώματα ή σημεία και σε αυτούς με οσφυαλγία που διαρκεί πάνω από έξι εβδομάδες θα πρέπει να λαμβάνεται προσθιοπίσθια και πλάγια ακτινογραφία οσφυϊκής μοίρας, καθώς και ακτινογραφία πυέλου. Οι απλές ακτινογραφίες συχνά αποκαλύπτουν στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος, οστεόφυτα και σκλήρυνση στις τελικές πλάκες, υπερτροφία ή σχηματισμό οστεοφύτων στις αρθρικές αποφύσεις, στένωση στα σπονδυλικά τρήματα, απώλεια της οσφυϊκής λόρδωσης και περιστασιακά εκφυλιστική σκολίωση και σπονδυλολίσθηση (συνήθως στο Ο4-Ο5). Οι απλές ακτινογραφίες επίσης μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση λιγότερο συχνών αιτιών στένωσης, όπως αγκυλοποιητικής σπονδυλαρθρίτιδας και, πιθανά, όγκων.

Απεικονιστική μέθοδος εκλογής είναι η μαγνητική τομογραφία, που είναι ευαίσθητη στην αξιολόγηση της εκφυλιστικής σπονδυλαρθρίτιδας και της σπονδυλικής στένωσης, αλλά λιγότερο ειδική στην αναγνώριση της αιτίας του πόνου. Η MRI είναι άριστη στην απεικόνιση της στένωσης του σπονδυλικού σωλήνα και των τρημάτων, της προβολής ή κήλης των μεσοσπονδύλιων δίσκων, της πίεσης των νευρικών ριζών, της εκφύλισης, υπερτροφίας ή σχηματισμό κύστεων στις αρθρικές αποφύσεις και της υπερτροφίας του ωχρού συνδέσμου.

Η CT μυελογραφία είναι χρήσιμη σε ασθενείς που δεν μπορούν να υποβληθούν σε MRI και είναι αρκετά ευαίσθητη στην απεικόνιση της σπονδυλικής στένωσης. Οι διαγνωστικές εγχύσεις είναι απαραίτητες για την ταυτοποίηση μίας μορφολογικής αλλοίωσης ως αιτίας του οσφυϊκού πόνου. Το ηλεκτρομυογράφημα έχει περιορισμένη χρήση και μπορεί να είναι χρήσιμο στον αποκλεισμό άλλων παθολογικών καταστάσεων, όπως διαβητική νευροπάθεια ή πολυνευροπάθεια. Η πιο σημαντική διαφορική διάγνωση είναι η περιφερική αγγειακή νόσος, γι’ αυτό απαιτείται έλεγχος της αγγειακής κατάστασης του ασθενή και σε μερικές περιπτώσεις αγγειογραφία.

Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την επιλογή της θεραπείας είναι η κατάλληλη επιλογή των ασθενών. Ψυχολογικοί, κοινωνικοί και επαγγελματικοί παράγοντες έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν τα αποτελέσματα της θεραπείας περισσότερο από τα κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα. Στους ασθενείς με εκφυλιστική σπονδυλαρθρίτιδα κύριοι στόχοι της θεραπείας είναι η ανακούφιση από τον πόνο και η βελτίωση της ποιότητας ζωής (π.χ. καθημερινές – κοινωνικές δραστηριότητες) και της ικανότητας για εργασία. Ειδικά για ασθενείς με συμπτωματική σπονδυλική στένωση, αν και μελέτες έχουν δείξει ότι έχουν καλά αποτελέσματα με τη χειρουργική θεραπεία, σε μεμονωμένες περιπτώσεις με ήπια συμπτώματα και σε ασθενείς που αρνούνται το χειρουργείο, η συντηρητική αγωγή μπορεί να βοηθήσει για κάποιο χρονικό διάστημα. Η μη χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, κορτικοστεροειδή, μυοχαλαρωτικά και, περιστασιακά, αντικαταθλιπτικά), εγχύσεις και φυσιοθεραπεία με επικέντρωση στη λειτουργική αποκατάσταση (διαθερμίες, μαλάξεις, TENS, ασκήσεις κάμψης, ενδυνάμωση των κοιλιακών μυών, διατάσεις οπισθίων μηριαίων).

Η συντηρητική θεραπεία δεν επηρεάζει τη φυσική ιστορία της σπονδυλικής στένωσης, που είναι μία προοδευτική εκφυλιστική νόσος που οδηγεί σε επιδεινούμενο περιορισμό της κινητικότητας του ασθενή.

Η χειρουργική θεραπεία είναι αποδεκτή όταν η νευρογενής χωλότητα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενή. Ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης είναι η παρουσία ριζιτικού πόνου ή νευρογενούς χωλότητας, με ευρήματα στένωσης στη μαγνητική ή τη CT μυελογραφία που έχουν την ίδια κατανομή με τα συμπτώματα του ασθενή και εφόσον δεν υπάρχει βελτίωση με τη συντηρητική αγωγή. Στόχοι της θεραπείας είναι η ανακούφιση από τον πόνο, η αύξηση της κινητικότητας, η πρόληψη επιδείνωσης της νευρολογικής εικόνας και η βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.

Η επιλογή της χειρουργικής θεραπείας θα πρέπει να είναι έγκαιρη και να βασίζεται στην αναγνώριση των δομικών αλλοιώσεων που μπορούν να αντιμετωπιστούν χειρουργικά, του επιπέδου και της εντόπισης (κεντρική, πλάγια, τρηματική) της στένωσης, του αριθμού των παθολογικών επιπέδων, των συνοδών παραμορφώσεων (εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση ή σκολίωση) και της παρουσίας αστάθειας. Γενικά, σε απουσία αστάθειας απαιτείται μόνο αποσυμπίεση (πεταλοτομή σε τρηματική στένωση και μεμονωμένη αποσυμπίεση νευρικής ρίζας ή πεταλεκτομή σε κεντρική στένωση, με κατά το δυνατό διατήρηση των οπίσθιων στοιχείων), αν και η ιατρογενής αστάθεια μετά αποσυμπίεση είναι ένα συχνό πρόβλημα.

Η εφαρμογή της σπονδυλοδεσίας βασίζεται στην εμπειρία ότι επώδυνες παραμορφώσεις των αρθρώσεων αντιμετωπίζονται επιτυχώς με αρθρόδεση. Η αποσυμπίεση σε συνδυασμό με σπονδυλοδεσία επιτυγχάνει την απελευθέρωση των νευρικών στοιχείων και την ελάττωση του μηχανικού πόνου που οφείλεται σε αρθρίτιδα των αρθρικών αποφύσεων ή σε αστάθεια. Η οπισθοπλάγια σπονδυλοδεσία παραμένει μέθοδος εκλογής για την αντιμετώπιση της εκφυλιστικής σπονδυλαρθρίτιδας. Η χρήση υλικών σπονδυλοδεσίας (διαυχενικοί κοχλίες) συνιστάται όταν υπάρχει στένωση σε συνδυασμό με ασταθείς εκφυλιστικές παραμορφώσεις (σκολίωση ή κύφωση) ή σπονδυλολίσθηση.