Οστεοπόρωση – οστεοπορωτικά κατάγματα

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι κύριο χαρακτηριστικό της οστεοπόρωσης και αποτελεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα υγειονομικής περίθαλψης. Σχεδόν το 30-50% των γυναικών και το 20-30% των ανδρών θα υποστεί τουλάχιστον ένα οστεοπορωτικό κάταγμα κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ οι μισοί από αυτούς θα εμφανίσουν πολλαπλά κατάγματα. Το κοινωνικοοικονομικό κόστος του προβλήματος είναι τεράστιο. Η οστεοπόρωση οφείλεται σε διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ οστεοπαραγωγής και οστικής αποδόμησης και μπορεί να είναι είτε πρωτοπαθής (μετεμμηνοπαυσιακή, γεροντική) είτε δευτεροπαθής, οφειλόμενη σε παθήσεις, φαρμακευτική αγωγή ή τον τρόπο ζωής (δίαιτα, κάπνισμα).

Τα συμπιεστικά οστοπορωτικά κατάγματα συνήθως εντοπίζονται στη μέση θωρακική ή θωρακοοσφυϊκή μοίρα. Χαμηλής ενέργειας μικροκατάγματα μέσα στο σπονδυλικό σώμα προκαλούν κάταγμα στην πρόσθια κολώνα, αλλά η σπονδυλική παραμόρφωση που προκαλείται από δύο ή περισσότερα συμπιεστικά κατάγματα επηρεάζει σημαντικά τη γενική κατάσταση και την ικανότητα επιτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.

Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί. Κύριο σύμπτωμα ενός οξέος οστεοπορωτικού σπονδυλικού κατάγματος είναι ο οξύς, αιφνίδιος, ζωστηροειδής πόνος, ο οποίος συχνά δυσερμηνεύεται ως μυϊκή θλάση και δε διαγιγνώσκετε εκτός εάν προκύψουν μεγαλύτερα προβλήματα. Τα κλινικά ευρήματα είναι σχεδόν πάντα μη ειδικά. Παρόλα αυτά, η νευρολογική εκτίμηση είναι απαραίτητη ώστε να αποκλειστεί η νευρολογική συμμετοχή.

Η εκτίμηση των ασθενών περιλαμβάνει αρχικά την αξιολόγηση της υποκείμενης οστεοπόρωσης ως συστηματικής νόσου. Οι απλές ακτινογραφίες παραμένουν η απεικονιστική μέθοδος εκλογής. Η αξονική τομογραφία είναι χρήσιμη στην καλύτερη εκτίμηση του τύπου και της ανατομίας του κατάγματος, ενώ η MRI είναι μερικές φορές απαραίτητη στον καθορισμό εάν ένα κάταγμα είναι οξύ ή ήδη πορωθέν.

Η μη χειρουργική θεραπεία των συμπιεστικών καταγμάτων περιλαμβάνει κλινοστατισμό για λίγες ημέρες (η παρατεταμένη ακινητοποίηση θα πρέπει να αποφεύγεται), αναλγητική αγωγή και χρήση κηδεμόνα, που μπορεί να σταθεροποιήσει το κάταγμα αλλά συχνά δεν είναι ανεκτός (ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους). Προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών είναι απαραίτητη για 6-12 εβδομάδες, οπότε και τα περισσότερα κατάγματα πορώνονται. Εμμένων μηχανικός πόνος σχετίζεται με προοδευτική καθίζηση του σπονδύλου και οι ασθενείς θα πρέπει να ελεγχθούν ακτινολογικά.

Η σπονδυλοπλαστική, ή η κυφοπλαστική, είναι θεραπεία εκλογής για τα ιδιαίτερα επώδυνα κατάγματα και γίνεται με διαδερμική έγχυση (ένεση) τσιμέντου υπό διεγχειρητικό ακτινοσκοπικό έλεγχο. Με την τεχνική αυτή το 90% των ασθενών εμφανίζει άμεση ανακούφιση από τον πόνο, ενώ προλαμβάνεται και η περαιτέρω καθίζηση του σπονδύλου συμβάλλοντας στη διατήρηση της ισορροπίας της σπονδυλικής στήλης.

Σε πιο σύνθετα κατάγματα, με συνοδό πίεση επί του νωτιαίου σάκου ή σημαντική σπονδυλική παραμόρφωση, συνιστάται ανοικτή χειρουργική θεραπεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένας συνδυασμός έγχυσης (ένεσης) τσιμέντου και οπίσθιας σπονδυλοδεσίας είναι απαραίτητος για την επίτευξη επαρκούς σταθεροποίησης.