Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη συχνά εμφανίζουν μυοσκελετικές εκδηλώσεις και τα τελευταία χρόνια διεξάγονται αρκετές έρευνες στον τομέα αυτό, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι μηχανισμοί που προκαλούν τα μυοσκελετικά προβλήματα σε αυτούς τους ασθενείς δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς.
Τα άνω άκρα είναι από τα πιο συνηθισμένα σημεία του σώματος στα οποία εμφανίζονται παθήσεις που σχετίζονται με το σακχαρώδη διαβήτη, καθώς οι παθολογοανατομικές αλλοιώσεις στη μικροαγγειακή κυκλοφορία, το συνδετικό ιστό και τα περιφερικά νεύρα της περιοχής που προκαλούνται, σχετίζονται με το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, τη ρίκνωση της παλαμιαίας απονεύρωσης (νόσος Dupuytren’s), τενοντοελυτρίτιδες, αρθοπάθειες με περιορισμό της κινητικότητας και αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία.
Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι επώδυνη διαταραχή που προκαλείται από συμπίεση του μέσου νεύρου μεταξύ του εγκάρσιου καρπιαίου συνδέσμου και των άλλων δομών στον καρπιαίο σωλήνα. Η παγίδευση του μέσου νεύρου στο σακχαρώδη διαβήτη πιθανότητα οφείλεται σε διαταραχή του συνδετικού ιστού που οδηγεί σε περιορισμένη κινητικότητα των αρθρώσεων και φαίνεται ότι σχετίζεται με τη διάρκεια της πάθησης. Μελέτες αναφέρουν ότι συναντάται σε συχνότητα 7-20% των σακχαροδιαβητικών.
Η σύσπαση (νόσος) Dupuytren’s χαρακτηρίζεται από ίνωση της παλαμιαίας περιτονίας, με σχηματισμό οζιδίων και σύσπαση που οδηγεί σε κάμψη των δακτύλων. Συναντάται σε 16-42% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη και η συχνότητα αυξάνεται με την ηλικία και τη διάρκεια της πάθησης.
Η τενοντοελυτρίτιδα του κάμπτοντος τένοντα του δακτύλου στο διαβήτη χαρακτηρίζεται από σχηματισμό ψηλαφητών οζιδίων και εντοπισμένη πάχυνση του κάμπτοντος τένοντα, ή του ελύτρου και κλινικά εμφανίζεται με τοπικό πόνο και δυσκολία στην κίνηση (εκτινασσόμενος δάκτυλος, trigger finger). Ο παράμεσος, ο μέσος δάκτυλος και ο αντίχειρας προσβάλλονται συχνότερα και η κατάσταση είναι μερικές φορές αμφοτερόπλευρη. Θεωρείται ότι οφείλεται σε διαταραχές του κολλαγόνου που επάγονται από το σακχαρώδη διαβήτη και συναντάται σύμφωνα με μελέτες σε ποσοστό 5-20%.
Η σκληροδακτυλία χαρακτηρίζεται από πάχυνση και κηρώδη σύσταση του δέρματος, πλέον εμφανή στη ραχιαία επιφάνεια των δακτύλων. Συσχετίζεται με περιορισμένη κινητικότητα των αρθρώσεων, αν και μπορεί να παρατηρηθεί και χωρίς προσβολή των αρθρώσεων.
Η αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία που επίσης είναι συχνότερη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη χαρακτηρίζεται από έντονο άλγος, ή αίσθημα καύσου, κυρίως στο χέρι, ή στο πόδι, με συσχετιζόμενο οίδημα, τροφικές μεταβολές του δέρματος και σημεία, ή συμπτώματα αγγειοκινητικής αστάθειας. Όταν προσβάλλεται το χέρι, μπορεί να παρατηρείται άλγος, ή περιορισμός της κινητικότητας του συστοίχου ώμου (σύνδρομο ώμου-χειρός).
Στον ώμο σε διαβητικούς ασθενείς έχουν περιγράφει σε μεγαλύτερη συχνότητα δύο κυρίως παθήσεις, η ασβεστοποιός τενοντίτιδα και ο παγωμένος ώμος. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ του παγωμένου ώμου και της περιορισμένης κινητικότητας των αρθρώσεων, αλλά τα δεδομένα είναι αντικρουόμενα.
Ο περιορισμός στην κινητικότητα των αρθρώσεων απαντάται συχνά σε σακχαροδιαβητικούς ασθενείς, αλλά είναι συχνότερος στις μικρές αρθρώσεις των χεριών. Σχετίζεται με την παθολογική εναπόθεση κολλαγόνου στο συνδετικό ιστό των αρθρώσεων, καθώς και με την μικροαγγειοπάθεια και τη νευροπάθεια που μπορεί επιπρόσθετα να συμβάλλουν στην εμφάνιση συσπάσεων μέσω ίνωσης και δυσχρηστίας.
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη εμφανίζεται επίσης συχνά περιορισμός στην κινητικότητα της σπονδυλικής στήλης, λόγω μίας πάθησης με χαρακτηριστική ακτινολογική απεικόνιση, της διάχυτης ιδιοπαθούς σκελετικής υπερόστωσης (diffuse idiopathic skeletal hyperostosis). Η διάχυτη ιδιοπαθής σκελετική υπερόστωση εμφανίζεται στις μεγάλες ηλικίες, αλλά στους διαβητικούς ασθενείς εμφανίζεται σε πολύ νεαρότερη ηλικία. Σχετίζεται κυρίως με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σε συχνότητα 12-80%. Συνοδεύεται από οστέωση και επασβέστωση των συνδέσμων στη σπονδυλική στήλη, αλλά δεν προκαλεί απαραίτητα σημαντικά κλινικά συμπτώματα. Φαίνεται ότι πιθανότατα η ινσουλίνη, ή οι αυξητικοί παράγοντες ενισχύουν την ανάπτυξη οστού σε περιοχές ενθέσεων.
Το αυτόματο μυϊκό έμφρακτο είναι σπάνια κατάσταση που συνήθως προσβάλλει ασθενείς με από μακρού προϋπάρχοντα και μη καλά ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη. Είναι συνηθέστερο στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και κλινικά εμφανίζεται με επώδυνο οίδημα στην περιοχή του μηρού, ή της κνήμης, χωρίς ιστορικό τραυματισμού, που εξελίσσεται σε διάστημα ημερών, ή εβδομάδων.
Η σχέση του σακχαρώδη διαβήτη και της οστεοαρθρίτιδας δεν έχει ερευνηθεί αρκετά. Η συχνότερη εμφάνιση οστεοαρθρίτιδος στα γόνατα φαίνεται ότι σχετίζεται περισσότερο με την εκδήλωση της παχυσαρκίας.
Η αρθροπάθεια Charcot, ή διαβητική νευροπαθητική αρθροπάθεια προκύπτει από συνδυασμό μηχανικών και αγγειακών παραγόντων που σχετίζονται με τη διαβητική νευροπάθεια και προσβάλλει τα κάτω άκρα. Η έλλειψη αίσθησης θέσης θεωρείται ότι συμβάλλει στην εμφάνιση αστάθειας των συνδέσμων, αστάθεια της άρθρωσης και βλάβη αυτής ως επακόλουθο μικροτραυματισμών. Έχει επίσης προταθεί ότι η αυτόνομη νευροπάθεια προκαλεί αγγειοκινητικές αλλοιώσεις με το σχηματισμό αρτηριοφλεβικών αναστομώσεων και ελάττωση της άρδευσης του δέρματος και των οστών παρά τις καλές περιφερικές σφίξεις. Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει εξεσημασμένη απόκριση στα τραύματα λόγω κυκλοφορίας φλεγμονογόνων κυτταροκινών. Προσβάλλεται η άρθρωση του ταρσού και οι ταρσομετατάρσιες αρθρώσεις, ενώ μπορεί να προσβληθούν και οι μεταταρσοφαλαγγικές. Παρατηρείται αρχική φάση οστικής απορρόφησης με επακόλουθη φάση υπερτροφίας. Η κλινική εικόνα ποικίλει. Ο ασθενής μπορεί να εμφανίζεται με εικόνα ερυθρότητας και οιδήματος του ποδός, ή του ταρσού που υποτροπιάζει. Τελικά καταστρέφεται η ποδική καμάρα και η αρχιτεκτονική των οστών και εμφανίζονται έλκη τα οποία δεν επουλώνονται και επιμολύνονται, καταλήγοντας τελικά σε σύνθετες χειρουργικές επεμβάσεις.
Η σχέση μεταξύ σακχαρώδους διαβήτη και οστεοπόρωσης είναι υπό έρευνα. Αν και οι μεταβολικές διαταραχές στο σακχαρώδη διαβήτη δυνητικά μπορεί να επηρεάσουν τον οστικό μεταβολισμό, τη δομή και την οστική πυκνότητα, δεν είναι σαφές κατά πόσο οι μεταβολές αυτές συσχετίζονται με σημαντική αύξηση του κινδύνου κατάγματος. Εκτός από τις μεταβολές στον οστικό μεταβολισμό, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μπορεί να είναι σημαντικοί. Ο βαθμός της οστικής απώλειας μπορεί να διαφέρει μεταξύ τύπου 1 και τύπου 2 σακχαρώδους διαβήτη. Ο κίνδυνος κατάγματος μπορεί να αυξάνεται από τις πτώσεις που επάγονται από την ελάττωση της όρασης, την εγκεφαλική αγγειακή νόσο, ή τη νευροπάθεια. Η εντοπισμένη οστική απώλεια που σχετίζεται με τη διαβητική νευροπάθεια μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος στον άκρο πόδα και τον ταρσό. Περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για τη διερεύνηση της σχέσης οστεοπόρωσης και σακχαρώδη διαβήτη.
Συμπερασματικά, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη εμφανίζουν συχνά μυοσκελετικά προβλήματα τα οποία προκαλούν πόνο, περιορισμό της κινητικότητας και συχνά οδηγούν σε χειρουργικές επεμβάσεις. Η καλή συνεργασία μεταξύ των ιατρών, αλλά και η συμμόρφωση των ασθενών στην αγωγή του διαβητολόγου που τους παρακολουθεί, είναι αρκετά σημαντική.