Οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης

Η πυογόνος σπονδυλίτιδα και η σπονδυλοδισκίτιδα αντιπροσωπεύουν το 2%-7% του συνόλου των περιπτώσεων οστεομυελίτιδας. Η ταυτόχρονη συμμετοχή του οστού και του δίσκου είναι ο κανόνας. Οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης συμβαίνουν σήμερα κυρίως σε ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, αλλά η συχνότητα εμφάνισης της φυματιώδους σπονδυλίτιδας σε νεότερους ασθενείς παρουσιάζει και πάλι αύξηση στις βιομηχανικές χώρες λόγω των μεταναστών και των λοιμώξεων από τον ιό HIV. Σε νέους ενήλικες, η συχνότητα έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες λόγω του συνδρόμου ανοσοανεπάρκειας και της ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών.

Οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης θεωρείται ότι στα παιδιά ξεκινούν από το μεσοσπονδύλιο δίσκο, ο οποίος είναι αγγειοβριθής. Αντίθετα, στους ενήλικες η λοίμωξη φαίνεται να ξεκινά από τις τελικές σπονδυλικές πλάκες. Ο πιο συχνός παθογενετικός μηχανισμός είναι η αιματογενής διασπορά μικροοργανισμών από οποιαδήποτε κατάσταση προκαλεί βακτηριαιμία, όπως λοιμώξεις του ουρογεννητικού και του αναπνευστικού συστήματος ή των μαλακών μορίων. Σε πολλές περιπτώσεις δε ανευρίσκεται η αρχική εστία. Άμεσος ενοφθαλμισμός από επεμβατικές τεχνικές στη σπονδυλική στήλη ή διατιτραίνων τραύμα αποτελεί έναν πρόσθετο σχετικό παθογενετικό μηχανισμό. Ομάδες υψηλού κινδύνου είναι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς (σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια νόσος, HIV, κακή διατροφή ή θεραπεία με κορτικοστεροειδή), οι ηλικιωμένοι και οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών.

Οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης συνήθως ταξινομούνται ανάλογα με τον υπεύθυνο μικροοργανισμό (πυογόνος, παρασιτική, μυκητιασική, φυματιώδης) ή την ανατομική τους εντόπιση (δισκίτις, σπονδυλίτις, επισκληρίδια ή παρασπονδυλικά αποστήματα).

Τα πιο κοινά βακτήρια που ευθύνονται είναι οι Gram (+) κόκκοι (Staphylococcus aureus, Streptococcus), Gram (-) αερόβιοι κόκκοι (Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa, Proteus) και λιγότερο συχνά παθογόνοι μικροοργανισμοί του γαστρεντερικού (Salmonella) ή αναερόβια βακτήρια (π.χ. σε ξένα σώματα, ανοιχτά κατάγματα, λοίμωξη τραύματος).

Βασικό χαρακτηριστικό για τις λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης είναι η καθυστερημένη διάγνωση. Προέχον σύμπτωμα είναι ο βραδέως αυξανόμενος, συνεχής και εντοπισμένος στην ράχη ή τον αυχένα πόνος, που παροξύνεται κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης, καθώς και τη νύχτα. Πρόσθετα αλλά λιγότερο συχνά ευρήματα μπορεί να είναι ο μυϊκός σπασμός, η απώλεια βάρους, ο πόνος στην οσφυϊκή χώρα, στη βουβωνική χώρα ή τους γλουτούς (λόγω αποστήματος), καθώς και συμπτώματα ριζοπάθειας και μυελοπάθειας (σε προχωρημένο στάδιο).

Πυρετός με ή χωρίς ρίγος ανευρίσκεται στο 50% περίπου των περιπτώσεων, ενώ οι σηπτικές καταστάσεις (σηψαιμία και τοξιναιμία) είναι εξαιρετικά σπάνιες. Είναι σημαντική η διερεύνηση για προδιαθεσικούς παράγοντες όπως ο διαβήτης, η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, η ανοσοανεπάρκεια, διαβητικά έλκη, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και προηγηθείσες σηπτικές καταστάσεις. Τα κλινικά ευρήματα είναι συχνά μη ειδικά, εκτός εάν υπάρχει νευρολογικό έλλειμμα.

Η πιο σημαντική παράμετρος στη διάγνωση των λοιμώξεων της σπονδυλικής στήλης είναι να συμπεριληφθεί στη διαφορική διάγνωση. Η CRP και η ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ) είναι σχεδόν πάντα υψηλές, ενώ ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να παραμείνει φυσιολογικός. Οι καλλιέργειες αίματος είναι θετικές μόνο στο 24%-59% των περιπτώσεων. Σε πιθανή φυματίωση, η δερμοαντίδραση φυματίνης (Mantoux) είναι χρήσιμη στη διερεύνηση παρούσας ή προηγούμενης έκθεσης στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.

Το σημαντικότερο μειονέκτημα της απλής ακτινογραφίας είναι η καθυστέρηση στην εμφάνιση των ακτινολογικών σημείων. Η ακολουθία των παθολογικών μεταβολών που απεικονίζονται στις απλές ακτινογραφίες είναι η διάβρωση των τελικών σπονδυλικών πλακών, η στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος, η οστική αραίωση του προσβεβλημένου σπονδύλου και η παρουσία παρασπονδυλικής «σκιάς» (ανάπτυξη παρασπονδυλικής μάζας μαλακών μορίων), η αντιδραστική οστεοσκλήρυνση και τελικά η καθίζηση του σπονδυλικού σώματος με συνοδό παραμόρφωση της σπονδυλικής (κύφωση / σκολίωση).Η μαγνητική τομογραφία είναι η απεικονιστική μέθοδος εκλογής (96% ευαισθησία, 93% ειδικότητα και 94% ακρίβεια), ενώ η αξονική τομογραφία εξακολουθεί να έχει ένα σημαντικό ρόλο όσον αφορά την εκτίμηση της οστικής καταστροφής και κατ’ επέκταση στην επιλογή της θεραπείας (δηλαδή, μη χειρουργική εναντίον χειρουργικής).

Η απομόνωση του παθογόνου μικροοργανισμού είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να επιχειρείται σε κάθε περίπτωση. Η υπό CT καθοδηγούμενη βιοψία είναι η μέθοδος εκλογής, διότι επιτρέπει τη λήψη δείγματος από το εσωτερικό της βλάβης. Οι πιο συχνοί μικροοργανισμοί που απομονώνονται είναι οι Staphylococcus aureus (30-55%), E. coli, Salmonella, Enterococcus, Proteus mirabilis, Pseudomonas aeruginosa (στο 65% των χρηστών τοξικών ουσιών) και οι Streptococcus viridans και epidermatitis. Σε απουσία απειλητικής για τη ζωή κατάστασης, η θεραπεία δεν θα πρέπει να αρχίσει χωρίς προσπάθεια να απομονωθεί ο αιτιολογικός παράγοντας. Η πιθανότητα της απομόνωσης του υπεύθυνου μικροοργανισμού μετά την έναρξη της θεραπείας με αντιβιοτικά είναι ελάχιστη.

Η έγκαιρη διάγνωση και η επιθετική συντηρητική ή χειρουργική θεραπεία είναι βασικές προϋποθέσεις για ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι γενικοί στόχοι της θεραπείας είναι η απομόνωση του υπεύθυνου μικροοργανισμού και η πρόληψη της βακτηριαιμίας και σηψαιμίας, η εξάλειψη της λοίμωξης, η μακροχρόνια ανακούφιση από τον πόνο, η πρόληψη ή και αναστροφή του νευρολογικού ελλείμματος, η αποκατάσταση της σταθερότητας της σπονδυλικής στήλης, η διόρθωση της παραμόρφωσης καθώς και η πρόληψη της υποτροπής. Ο βασικός άξονας για την αντιμετώπιση των βακτηριακών και παρασιτικών λοιμώξεων είναι η ανάπαυση και η ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών για τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες, ανάλογα με την έκταση της λοίμωξης και τον υπεύθυνο μικροοργανισμό. Η αντιβιοτική θεραπεία δεν πρέπει να σταματήσει πριν από την αποκατάσταση των δεικτών φλεγμονής (CRP, ΤΚΕ, WBC). Αν και ο κλινοστατισμός ενδείκνυται για τα αρχικά στάδια της θεραπείας, η έγκαιρη κινητοποίηση του ασθενούς με τη βοήθεια κηδεμόνα συνιστάται. Οι βασικές αρχές θεραπείας περιλαμβάνουν επίσης τη βελτίωση της διατροφής και της ανοσολογικής κατάστασης του ασθενούς καθώς και την αντιμετώπιση των εξωσπονδυλικών εστιών λοίμωξης (π.χ. ουρολοίμωξη ή λοίμωξη του αναπνευστικού).

Ένδειξη για αλλαγή από συντηρητική σε χειρουργική θεραπεία είναι η επιμονή ή ακόμη και επιδείνωση της λοίμωξης παρά την επαρκή θεραπεία με αντιβιοτικά ή η παρουσία φαρμακευτικών ανεπιθύμητων ενεργειών (π.χ., νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία) που περιορίζουν την περαιτέρω χρήση των κατάλληλων αντιβιοτικών στην απαιτούμενη δοσολογία.

Χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται επίσης σε περιπτώσεις προοδευτικής εμφάνισης παραμόρφωσης και αστάθειας της σπονδυλικής στήλης ή εμφάνισης νευρολογικής σημειολογίας. Το κλειδί για την επιτυχή χειρουργική αντιμετώπιση είναι ο ριζικός χειρουργικός καθαρισμός. Αυτό έχει ευρέως αποδειχθεί για τη θεραπεία της φυματιώδους σπονδυλίτιδας, αλλά ισχύει επίσης και σε περιπτώσεις πυογόνου σπονδυλοδισκίτιδας. Η πρόσθια προσπέλαση με το ριζικό χειρουργικό καθαρισμό και την ανακατασκευή της πρόσθιας κολώνας με χρήση οστικού μοσχεύματος ενδείκνυται σε ασθενείς με ενδοσπονδυλικά αποστήματα και χωρίς μεγάλη οστική καταστροφή, παραμόρφωση και αστάθεια. Η πρόσθια προσπέλαση είναι επίσης αποτελεσματική για την αποσυμπίεση του σπονδυλικού σωλήνα, εάν υπάρχει προσβολή των πρόσθιων στοιχείων. Η οπίσθια σπονδυλοδεσία μετά πρόσθια χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται σε περιπτώσεις με σημαντική κυφωτική παραμόρφωση ή μετά ριζικό χειρουργικό καθαρισμό και σωματεκτομή σε πολλαπλά επίπεδα. Υλικά σπονδυλοδεσίας και μοσχεύματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην περιοχή της λοίμωξης, με την προϋπόθεση ότι ο ριζικός χειρουργικός καθαρισμός έχει πλήρως επιτευχθεί.