Η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων αποτελεί έναν χρήσιμο τρόπο για να βελτιώσει κανείς την ικανότητά του να «διαβάζει» το μυαλό των άλλων και να επικοινωνεί μαζί τους καλύτερα, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η νέα μελέτη αναδεικνύει τη σημασία της λογοτεχνίας για την ανάπτυξη στους ανθρώπους πολύτιμων νοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων, οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων και άρα βοηθούν τις κοινωνίες να λειτουργούν καλύτερα.
Οι ερευνητές της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με το ίδιο και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έκαναν πέντε πειράματα με τα οποία μέτρησαν την επίπτωση που είχε η λογοτεχνία στην ικανότητα των αναγνωστών να καταλαβαίνουν την οπτική γωνία των άλλων και να κατανοούν τι σκέφτονται και νιώθουν.
Οι εθελοντές κλήθηκαν να διαβάσουν τρία είδη βιβλίων: κλασική και πιο σύγχρονη λογοτεχνία (π.χ. Τσέχωφ, Ντίκενς, Ντε Λίλο), μοντέρνα «μπεστ-σέλερ», καθώς και μη λογοτεχνικά έργα (π.χ. επιστημονικά). Το κεντρικό εύρημα από τα τεστ ενσυναίσθησης, κοινωνικής αντίληψης και συναισθηματικής νοημοσύνης ήταν ότι η ανάγνωση των βιβλίων της πρώτης κατηγορίας, των λογοτεχνικών βιβλίων, βελτίωσε την ικανότητα ενσυναίσθησης των αναγνωστών, δηλαδή το να «διαβάζουν» τη σκέψη και να διαισθάνονται τα συναισθήματα και τα κίνητρα των γύρω τους, περισσότερο από τις δύο άλλες κατηγορίες βιβλίων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους δείχνει ότι η λογοτεχνία, άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, μπορεί να «ανοίξει» το μυαλό του αναγνώστη. Όπως είπαν, αντίθετα με τα περισσότερα σύγχρονα μπέστ-σέλερ, όπως ένα θρίλερ, ή ένα ερωτικό μυθιστόρημα, η κλασική λογοτεχνία απαιτεί την ενεργή νοητική συμμετοχή του αναγνώστη και τη δημιουργική σκέψη του, πράγμα το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των άλλων απόψεων και στην ανθρώπινη επικοινωνία.