Η αποτυχημένη επέμβαση της σπονδυλικής στήλης

Οι ασθενείς με επίμονα, υποτροπιάζοντα ή επιδεινούμενα συμπτώματα που εμφανίζονται μετά από αποτυχημένη επέμβαση της σπονδυλικής στήλης  αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση διαγνωστικά και θεραπευτικά για το χειρουργό της σπονδυλικής στήλης. Οι ασθενείς αυτοί πολλές φορές εμφανίζουν απογοήτευση, θυμό ή και κατάθλιψη.

Το σύνδρομο αποτυχημένης χειρουργικής επέμβασης στη σπονδυλική στήλη  (Failed back surgery syndromeFBSS) χαρακτηρίζεται από χρόνιο, επίμονο, ανυποχώρητο, επιδεινούμενο ή υποτροπιάζον άλγος στην οσφύ ή/και τα κάτω άκρα, που εμφανίζεται μετά από χειρουργείο στη σπονδυλική στήλη (σπονδυλοδεσία, δισκεκτομή, πεταλεκτομή, κτλ.). Εμμένουσα αδυναμία στα κάτω άκρα, αισθητικές διαταραχές ή διαταραχές των αντανακλαστικών (που υπήρχαν και προεγχειρητικά) δεν είναι χαρακτηριστικά αποτυχημένης χειρουργικής επέμβασης. Η συχνότητα του συνδρόμου κυμαίνεται μεταξύ 5-10% και ο αυξανόμενος τις τελευταίες δεκαετίες αριθμός αυτών των ασθενών οφείλεται κυρίως στην αύξηση του αριθμού των χειρουργικών επεμβάσεων.

Το σύνδρομο αποτυχημένης χειρουργικής επέμβασης μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, που περιλαμβάνουν:

Λανθασμένη διάγνωση. Συχνές αιτίες πόνου, αδυναμίας ή δυσαισθησίας των κάτω άκρων που λανθάνουν της διάγνωσης είναι η οστεοαρθρίτιδα του ισχίου ή του γόνατος, η περιφερική αγγειακή νόσος (αγγειακή χωλότητα), η διαβητική περιφερική νευροπάθεια, η πολλαπλή σκλήρυνση και η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα.

Λανθασμένη ένδειξη, όταν διενεργείται ένα χειρουργείο χωρίς να είναι πραγματικά απαραίτητο.

Λανθασμένο χειρουργικό επίπεδο. Σε πολλές περιπτώσεις ένα χειρουργείο δεν είναι αποτελεσματικό διότι η περιοχή που χειρουργήθηκε δεν ήταν στην πραγματικότητα η αιτία των συμπτωμάτων του ασθενή. Τα προεγχειρητικά απεικονιστικά ευρήματα θα πρέπει να συσχετίζονται απόλυτα με τα κλινικά ευρήματα και ο χειρουργός θα πρέπει να είναι σίγουρος προεγχειρητικά ότι έχει αναγνωρίσει μία ανατομική βλάβη που επιδέχεται χειρουργική διόρθωση.

Λανθασμένη χειρουργική διαδικασία. Υπολειπόμενη τρηματική στένωση λόγω ανεπαρκούς διερεύνησης της νευρικής ρίζας κατά τη διάρκεια του χειρουργείου ή λόγω μηχανικής αστάθειας του δίσκου με επακόλουθη ενδοτρηματική δισκική προβολή, και υπολειπόμενη σπονδυλική στένωση λόγω αποτυχίας εκτίμησης της ανατομίας της σπονδυλικής στήλης διεγχειρητικά, ευθύνονται σχεδόν για το 30% των περιπτώσεων FBSS και η θεραπεία είναι συνήθως η επανεγχείρηση. Ασθενείς με σπονδυλολίσθηση ή εκφυλιστικές αλλοιώσεις που αντιμετωπίστηκαν μόνο με πεταλεκτομή και αποσυμπίεση, μπορεί να αναπτύξουν επώδυνη μετεγχειρητική αστάθεια και η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργείο σπονδυλοδεσίας. Η κακή εγχειρητική τεχνική του θεράποντα χειρουργού είναι επίσης ένα σημαντικό ζήτημα.

Ιατρογενής βλάβη: Η εκτομή υπερβολικά μεγάλου τμήματος ενός δίσκου, η υπερβολικά επιθετική πεταλεκτομή (αφαίρεση των υποστηρικτικών συνδέσμων ή των αρθρώσεων) ή η πρόκληση βλάβης σε νευρική ρίζα λόγω χειρουργικού λάθους μπορεί να προκαλέσουν μετεγχειρητικές επιπλοκές.

Ιδιοσυγκρασιακοί ή ψυχολογικοί παράγοντες. Άλλες μελέτες αναφέρουν τη μη ικανοποίηση στο χώρο εργασίας ως βασικό κίνητρο για να μην επιστρέψει ο ασθενής στην εργασία του και να συνεχίσει τα παράπονα σχετικά με τα πρότερα ενοχλήματα.

Επισκληρίδια ίνωση. Ο σχηματισμός ουλώδους ιστού στο χειρουργικό πεδίο και ιδιαίτερα γύρω από τις νευρικές ρίζες, προκαλεί διαταραχές στη φυσιολογική νευρική λειτουργία και μπορεί να οδηγήσει σε νευροπαθητικό πόνο. Σε πολλαπλές επανεπεμβάσεις, η συχνότητα επισκληρίδιας ίνωσης αυξάνει σε ποσοστό πάνω από 60%.

Εκφύλιση του παρακείμενου επιπέδου. Η σπονδυλοδεσία σε ένα επίπεδο μπορεί να προκαλέσει την επανεμφάνιση πόνου προερχόμενου από τους δίσκους ή τις αρθρώσεις που διατηρούν την κινητικότητά τους άνωθεν ή κάτωθεν της σπονδυλοδεσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αρχική βλάβη μεταφέρεται στο παρακείμενο επίπεδο, το οποίο εκφυλίζεται και γίνεται επώδυνο.

Μετεγχειρητική φλεγμονή. Η πρώιμη οξεία μετεγχειρητική διαπύηση του χειρουργικού τραύματος αναγνωρίζεται εύκολα, καθώς τυπικά εκδηλώνεται με πυρετό, ρίγος, συστηματικά συμπτώματα και σημεία, τοπικό ερύθημα, εκροή τραύματος και αυξημένο πόνο. Οι όψιμες μετεγχειρητικές λοιμώξεις, ειδικά παρουσία υλικών σπονδυλοδεσίας, μπορεί να είναι λιγότερο εμφανείς και θα πρέπει να διερευνώνται επί απουσίας άλλων αιτιών ανεπιτυχούς χειρουργείου. Η αραχνοειδίτιδα είναι μία άλλη αιτία μετεγχειρητικής φλεγμονής που μπορεί να προκαλεί πόνο.

Ασταθής σπονδυλοδεσία, ψευδάρθρωση, απόρριψη του οστικού μοσχεύματος ή αστοχία υλικών. Η ανεπαρκής σπονδυλοδεσία (ανεπαρκής χειρουργική σταθεροποίηση) που επιτρέπει στην χειρουργηθείσα περιοχή υπερβολική κίνηση ή η επαφή οστού με οστό στην «καταγματική γραμμή» της ψευδάρθρωσης (κάπνισμα ή χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών προ- και μετεγχειρητικά), μπορεί να οδηγήσουν σε μετεγχειρητικό πόνο. Η αντιμετώπιση είναι η επανεγχείρηση μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.

Η χρονική διάρκεια της μετεγχειρητικής υποχώρησης των συμπτωμάτων και η φύση των συμπτωμάτων που επανεμφανίζονται είναι τα πιο σημαντικά διαγνωστικά στοιχεία. Η ασυμπτωματική περίοδος μπορεί να ποικίλλει από καθόλου (λανθασμένη επιλογή ασθενή, διάγνωση, επίπεδο ή χειρουργική τεχνική, δευτερεύοντα ζητήματα κέρδους), έως ημέρες ή εβδομάδες (υποτροπή δισκοκήλης) ή και εβδομάδες έως μήνες (ψευδάρθρωση ή μετεγχειρητικός σχηματισμός ουλώδους ιστού).

Κατά τη διάρκεια της διαγνωστικής διερεύνησης ο χειρουργός θα πρέπει πάντα να ελέγχει εάν οι μετεγχειρητικές απεικονιστικές εξετάσεις συσχετίζουν το χειρουργικό επίπεδο με τα προεγχειρητικά συμπτώματα και να συγκρίνει τις προ- και μετεγχειρητικές εικόνες ώστε να επιβεβαιώσει το σωστό επίπεδο του χειρουργείου. Οι απλές ακτινογραφίες μπορεί να δείξουν την παρουσία ψευδάρθρωσης, αποσύνδεσης ή θραύσης των υλικών, οστικής αραίωσης γύρω από τις διαυχενικές βίδες ή υποχώρησης των κοχλιών. Η παρουσία ανεπαίσθητης σπονδυλολίσθησης στις πλάγιες ακτινογραφίες (ειδικά σε δυναμικές λήψεις κάμψης/έκτασης) μπορεί να υποδηλώνει πιθανή εντοπισμένη αστάθεια από ανεπαρκή σπονδυλοδεσία.

Η CT μυελογραφία είναι χρήσιμη στην αξιολόγηση της επαρκούς αποσυμπίεσης. Η ψευδάρθρωση διαγιγνώσκετε με αξονική τομογραφία. Η MRI παρέχει ελάχιστες πληροφορίες τους 3 πρώτους μετεγχειρητικούς μήνες και τα ευρήματα περιλαμβάνουν ανεπαρκή αποσυμπίεση, στένωση του παρακείμενου επιπέδου, επισκληρίδια ίνωση, σπονδυλίτιδα ή δισκίτιδα.

Οι εγχύσεις (επισκληρίδια έγχυση στεροειδών ή εκλεκτικός αποκλεισμός νευρικών ριζών) έχουν τόσο θεραπευτική όσο και διαγνωστική αξία.

Οι θεραπευτικές επιλογές του FBSS εξαρτώνται από το ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενή και την λεπτομερή διερεύνηση με απεικονιστικές εξετάσεις. Τα συνοδά προβλήματα υγείας και οι συνθήκες ζωής του ασθενή θα πρέπει επίσης να διερευνώνται, καθώς είναι σημαντικά στη διαχείριση αυτών των περιπτώσεων. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν συνοδά ψυχολογικά, κοινωνικά ή επαγγελματικά προβλήματα που εμμέσως σχετίζονται με τα ενοχλήματα.

Η επιλογή της σωστής θεραπείας αποτελεί πρόκληση για το χειρουργό της σπονδυλικής στήλης, ο οποίος θα πρέπει με μεγάλη ακρίβεια να προσεγγίσει το αίτιο της αποτυχημένης επέμβασης.